- ὑγιές
- ὑγιήςhealthyneut acc sgὑγιήςhealthymasc/fem voc sgὑγιήςhealthyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… … Dictionary of Greek
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
ДИОДОР КРОН — (Διόδωρος Κρόνος) (ум. ок. 307 до н. э.) из Яса в Карии – др. греч. философ мегарской школы. Жил при дворе Птолемея Сотера. О его жизни фактически ничего не известно. Д. К. выступал против Аристотеля, отрицая различие между возможным и… … Философская энциклопедия
ДИОДОР КРОН — ДИОДОР КРОН (Διόδωρος ὁ ἐπικληθεὶς Κρόνος, по прозвищу «Крон») из Иаса в Карий (ок. 350 ок. 284 до н. э.), философ мегарик, главный представитель т. н. Диалектической школы позднего периода существования Мегарской школы. Жил и учил в Афинах и … Античная философия
FLAMMA — I. FLAMMA proprie fornacis est, quod flatu follium excitatur; Salmas. mel. a φλέγμα, Aeol. φλέμμα, hincqueve φλάμμα, dicta. Eius inspectio, Gr. πυρομαντεία, pars Haruspicinae fuit non ignobilis; dicebanturque tum Harnspices δἰ ἐμπύρων μαυτεύεςθαι … Hofmann J. Lexicon universale
INTEGER Bos — in holocaustum offerri iubetur, Lev. c. 1. v. 3. si holocauslum erit oblatio eius e bobus maris integri offerto illam; ad portam tentorii concentûs offerto illam: etc. vide quoque Liv. c. 22. v. 23 et Num. c. 29. v. 8. ubi de sacrificiorum… … Hofmann J. Lexicon universale
αρρωστημένος — η, ο 1. αυτός που έχει αρρωστήσει 2. ο καχεκτικός 3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός 4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek